Η Σίφνος, είναι ένα από τα πιο φιλόξενα νησιά των Δυτικών Κυκλάδων. Το νησί συνδυάζει την φυσική ομορφιά του με στοιχεία έντονης κυκλαδίτικης αρχιτεκτονικής χαρίζοντας στους επισκέπτες αξέχαστες διακοπές.
Η Σίφνος, Βρίσκεται ανάμεσα στα νησιά Κίμωλο (10 ν.μ.), Σέριφο (12 ν.μ.) Πάρο (14 ν.μ.) και Μήλο (20 ν.μ.). Το σχήμα του νησιού είναι σφηνοειδές, και σ’ αυτό οφείλει και μία από τις αρχαίες ονομασίες την "Ακίς".
Το μήκος του ανέρχεται στα 18χμ. από το Βορρά προς το Νότο και το πλάτος του είναι 8χμ. από τα δυτικά προς τα ανατολικά. Η έκταση του ανέρχεται στα 74 τ. χμ., η περίμετρός στα 28 ναυτικά μίλια και απέχει 75 ναυτικά μίλια από τον Πειραιά.
Λόγω του ανάγλυφου εδάφους του, στο νησί σχηματίζονται λόφοι με ψηλότερο αυτόν του Προφήτη Ηλία ή Άη Νηγιά. Σε μικρή απόσταση από τον Πλατύ Γιαλό, συναντάμε την ερημόνησο Κιτριανή με το μοναδικό εκκλησάκι της Παναγίας της Κυπριανής που χτίστηκε τον 10ο – 11ο αιώνα. Διοικητικά η ερημόνησος ανήκει στην Σίφνο.
Οι μόνιμοι κάτοικοι του νησιού ανέρχονται στους 2.000 περίπου. Η κύρια ενασχόληση των κατοίκων είναι η αγγειοπλαστική.
Οι Σιφνιοί θεωρούνται οι καλύτεροι αγγειοπλάστες (τεχνίτες) των Κυκλάδων. Η γεωργία, η κτηνοτροφία, η αλιεία, η εμπορική ναυτιλία και ο τουρισμός είναι επίσης από τις κύριες ενασχολήσεις των κατοίκων του νησιού.
Τα παραδοσιακά προϊόντα της Σίφνου είναι το μέλι, το κρασί, η μανούρα, η ξυνομυζήθρα, η κάπαρη, τα σύκα, τα αμυγδαλωτά, τα μπουρέκια, οι κουραμπιέδες, τα κουλούρια, το παστέλι, η μελόπιτα και πάνω απ' όλα τα θαυμάσια κεραμικά και υφαντά.
Η Σίφνος διοικητικά ανήκει στο Επαρχείο της Μήλου και στη Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση Κυκλάδων. Το 1914 το νησί είχε χωριστεί σε δύο Κοινότητες της Απολλωνίας και του Αρτεμώνα. Από το 1999, η συνένωση των δύο αυτών κοινοτήτων αποτελούν τον Δήμο Σίφνού.
ΙΣΤΟΡΙΑ
Το νησί πήρε το όνομα του από τον Σίφνο, γιο του ήρωα της Αττικής Σουνίου. Το νησί είχε κι άλλες ονομασίες κατά την διάρκεια των ετών, μία από αυτές ήταν η Ακίς λόγω του μυτερού και τριγωνικού σχήματός της. Την περίοδο των Μινωιτών το νησί ονομάστηκε Μερόπη από την εγγονή του Μίνωα κόρη της Αριάδνης και του Οινοπίωνα. Στα χρόνια της Φραγκοκρατίας το όνομα Σίφνος όπως και τα γεωγραφικά ονόματα των άλλων Κυκλάδων δέχτηκε διάφορες παραλλαγές όπως Σίφινος, Σίφουνος, Σίφανος, Σίφανο, Σίφανα και Σίφαντο.
Το 3000-2000 π.Χ. το νησί κατοικήθηκε από Προέλληνες ή Αιγαίους όπου εμφανίστηκαν και τα πρώτα δείγματα μεταλλευτικής δραστηριότητας. Το 1130-1120 π.Χ. Ίωνες από την Αθήνα κατέφθασαν στο νησί και εγκαταστάθηκαν. Τον 8ο – 5ο αιώνα το νησί άνθισε οικονομικά χάρη στο μεταλλευτικό του πλούτο και απέκτησε δικό του νόμισμα.
Το 525 π.χ. ιδρύθηκε ο περίφημος θησαυρός των Σιφνίων στους Δελφούς και το 388 π.χ. το νησί περιήλθε στη μακεδονική εξουσία.
Στην διάρκεια των περσικών πολέμων, τον 5ο – 4ο αιώνα π.χ., οι κάτοικοι της Σίφνου αρνήθηκαν να δώσουν «γη και ύδωρ» και έλαβαν μέρος στην ναυμαχία της Σαλαμίνας.
Τον 4ο – 3ο αιώνα στο νησί έζησαν ο βασιλικός γιατρός Δίφιλος ο Σιφνιός, που έγραψε το έργο "Περί των προσφερομένων τοις νοσούσι και υγιαίνουσιν" (Κατάλληλη δίαιτα για ασθενείς και υγιείς"), και ο χρονογράφος Μάλακος, που έγραψε το έργο "Σιφνίων Όροι" (χρονικό για τα γεγονότα που έγιναν στη Σίφνο).
Το 146 ω- 324 π.χ. το νησί πέρασε στα χέρια των Ρωμαίων, στη συνέχεια γύρω στο 1207 – 1262 επικράτησε η Φραγκοκρατία και η Σίφνος πέρασε ξανά στην κυριαρχία του Βυζαντίου το έτος 1279 μέχρι και το 1307.
Ο πειρατής Μπαρμπαρόσα έδωσε το νησί στο οθωμανικό κράτος και κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας (1617 – 1821) την διοικούσε ο αρχηγός του στόλου Καπουδάν Πασά.
Το 1642 ο επίτροπος της Σίφνου Βασίλειος Λογοθέτης ίδρυσε το μοναστήρι της Παναγίας της Βρυσιανής. Η Σίφνος υπήρξε έδρα Αρχιεπισκοπής με δικαιοδοσία σε έντεκα νησιά και έδρα της Επισκοπής Σιφνομήλου (1797-1852).
Η πολιούχος του νησιού Παναγία της Χρυσοπηγής χτίστηκε το 1650 και είναι σήμερα ένας από τους 230 ναούς που λειτουργούνται. Η παιδεία στη Σίφνο άκμασε το 1687 – 1854, όπου λειτούργησε η Σχολή του Αγίου Τάφου, γνωστή ως "Παιδευτήριον του Αρχιπελάγους".
Οι Ρώσοι κατακτούν το νησί το 1770 και το κρατούν στην κυριαρχία τους μέχρι το 1774. Στον κατάλογο των ορκισμένων φιλικών αναφέρονται και οι Σίφνιοι: Νικόλαος Γρυπάρης, Δημήτριος Λαγός και Γεώργιος Μπάος.
Το 1821 ο σχολάρχης Νικόλαος Χρυσόγελος (1780-1857) ύψωσε τη σημαία της Επανάστασης στη σχολή της Σίφνου και αφού τέθηκε επικεφαλής 150 Σιφνιών πολεμιστών αποβιβάστηκε στην Πελοπόννησο, όπου ανέπτυξε πολύμορφη αγωνιστική δράση.
Το 1883 οι κάτοικοι καθιέρωσαν τις Καμάρες ως το επίσημο λιμάνι του νησιού και το 1914 η Σίφνος χωρίστηκε σε δύο κοινότητες της Απολλωνίας και του Αρτεμώνα.
Το 1941 Ιταλοί εισβάλλουν στο νησί και το κυριαρχούν για τέσσερα χρόνια. Η λογοτεχνική σχολή της Σίφνου είναι σήμερα μία από τις σπουδαίες τοπικές σχολές με δεκάδες εκπροσώπους αλλά και πλήθος λαϊκών ποιητών που δικαιολογούν πως η Σίφνος χαρακτηρίστηκε ως "νησί των ποιητών", με κορυφαίους τον Ιωάννη Γρυπάρη, τον Κλεάνθη Τριανταφύλλου ή Ραμπαγά, τον Αριστομένη Προβελέγγιο, το Στέλιο Σπεράντσα, το Θεοδόση Σπεράντσα, τον Αρίστο Καμπάνη, τον Αντώνιο Μαγγανάρη- Δεκαβάλλε, τον Αντώνη Πρόκο, τον Τίτο Πατρίκιο, το Νίκο Γ. Σταφυλοπάτη, που επιμελήθηκε την Ανθολογία Σιφνίων ποιητών και τη βραβευμένη από την Ακαδημία συλλογή λαϊκών τραγουδιών και καλάντων, το θεατρικό συγγραφέα Μανόλη Κορρέ, το λαογράφο Μάνο Φιλλιπάκη, το δημοσιογράφο και λογοτέχνη Γιώργο Ξ. Ματζουράνη, τους εκπαιδευτικούς και συγγραφείς Νίκο Καλαμάρη, Αντώνιο Γ. Τρούλλο, Γ. Β. Πρόκο
Η Σίφνος, Βρίσκεται ανάμεσα στα νησιά Κίμωλο (10 ν.μ.), Σέριφο (12 ν.μ.) Πάρο (14 ν.μ.) και Μήλο (20 ν.μ.). Το σχήμα του νησιού είναι σφηνοειδές, και σ’ αυτό οφείλει και μία από τις αρχαίες ονομασίες την "Ακίς".
Το μήκος του ανέρχεται στα 18χμ. από το Βορρά προς το Νότο και το πλάτος του είναι 8χμ. από τα δυτικά προς τα ανατολικά. Η έκταση του ανέρχεται στα 74 τ. χμ., η περίμετρός στα 28 ναυτικά μίλια και απέχει 75 ναυτικά μίλια από τον Πειραιά.
Λόγω του ανάγλυφου εδάφους του, στο νησί σχηματίζονται λόφοι με ψηλότερο αυτόν του Προφήτη Ηλία ή Άη Νηγιά. Σε μικρή απόσταση από τον Πλατύ Γιαλό, συναντάμε την ερημόνησο Κιτριανή με το μοναδικό εκκλησάκι της Παναγίας της Κυπριανής που χτίστηκε τον 10ο – 11ο αιώνα. Διοικητικά η ερημόνησος ανήκει στην Σίφνο.
Οι μόνιμοι κάτοικοι του νησιού ανέρχονται στους 2.000 περίπου. Η κύρια ενασχόληση των κατοίκων είναι η αγγειοπλαστική.
Οι Σιφνιοί θεωρούνται οι καλύτεροι αγγειοπλάστες (τεχνίτες) των Κυκλάδων. Η γεωργία, η κτηνοτροφία, η αλιεία, η εμπορική ναυτιλία και ο τουρισμός είναι επίσης από τις κύριες ενασχολήσεις των κατοίκων του νησιού.
Τα παραδοσιακά προϊόντα της Σίφνου είναι το μέλι, το κρασί, η μανούρα, η ξυνομυζήθρα, η κάπαρη, τα σύκα, τα αμυγδαλωτά, τα μπουρέκια, οι κουραμπιέδες, τα κουλούρια, το παστέλι, η μελόπιτα και πάνω απ' όλα τα θαυμάσια κεραμικά και υφαντά.
Η Σίφνος διοικητικά ανήκει στο Επαρχείο της Μήλου και στη Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση Κυκλάδων. Το 1914 το νησί είχε χωριστεί σε δύο Κοινότητες της Απολλωνίας και του Αρτεμώνα. Από το 1999, η συνένωση των δύο αυτών κοινοτήτων αποτελούν τον Δήμο Σίφνού.
ΙΣΤΟΡΙΑ
Το νησί πήρε το όνομα του από τον Σίφνο, γιο του ήρωα της Αττικής Σουνίου. Το νησί είχε κι άλλες ονομασίες κατά την διάρκεια των ετών, μία από αυτές ήταν η Ακίς λόγω του μυτερού και τριγωνικού σχήματός της. Την περίοδο των Μινωιτών το νησί ονομάστηκε Μερόπη από την εγγονή του Μίνωα κόρη της Αριάδνης και του Οινοπίωνα. Στα χρόνια της Φραγκοκρατίας το όνομα Σίφνος όπως και τα γεωγραφικά ονόματα των άλλων Κυκλάδων δέχτηκε διάφορες παραλλαγές όπως Σίφινος, Σίφουνος, Σίφανος, Σίφανο, Σίφανα και Σίφαντο.
Το 3000-2000 π.Χ. το νησί κατοικήθηκε από Προέλληνες ή Αιγαίους όπου εμφανίστηκαν και τα πρώτα δείγματα μεταλλευτικής δραστηριότητας. Το 1130-1120 π.Χ. Ίωνες από την Αθήνα κατέφθασαν στο νησί και εγκαταστάθηκαν. Τον 8ο – 5ο αιώνα το νησί άνθισε οικονομικά χάρη στο μεταλλευτικό του πλούτο και απέκτησε δικό του νόμισμα.
Το 525 π.χ. ιδρύθηκε ο περίφημος θησαυρός των Σιφνίων στους Δελφούς και το 388 π.χ. το νησί περιήλθε στη μακεδονική εξουσία.
Στην διάρκεια των περσικών πολέμων, τον 5ο – 4ο αιώνα π.χ., οι κάτοικοι της Σίφνου αρνήθηκαν να δώσουν «γη και ύδωρ» και έλαβαν μέρος στην ναυμαχία της Σαλαμίνας.
Τον 4ο – 3ο αιώνα στο νησί έζησαν ο βασιλικός γιατρός Δίφιλος ο Σιφνιός, που έγραψε το έργο "Περί των προσφερομένων τοις νοσούσι και υγιαίνουσιν" (Κατάλληλη δίαιτα για ασθενείς και υγιείς"), και ο χρονογράφος Μάλακος, που έγραψε το έργο "Σιφνίων Όροι" (χρονικό για τα γεγονότα που έγιναν στη Σίφνο).
Το 146 ω- 324 π.χ. το νησί πέρασε στα χέρια των Ρωμαίων, στη συνέχεια γύρω στο 1207 – 1262 επικράτησε η Φραγκοκρατία και η Σίφνος πέρασε ξανά στην κυριαρχία του Βυζαντίου το έτος 1279 μέχρι και το 1307.
Ο πειρατής Μπαρμπαρόσα έδωσε το νησί στο οθωμανικό κράτος και κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας (1617 – 1821) την διοικούσε ο αρχηγός του στόλου Καπουδάν Πασά.
Το 1642 ο επίτροπος της Σίφνου Βασίλειος Λογοθέτης ίδρυσε το μοναστήρι της Παναγίας της Βρυσιανής. Η Σίφνος υπήρξε έδρα Αρχιεπισκοπής με δικαιοδοσία σε έντεκα νησιά και έδρα της Επισκοπής Σιφνομήλου (1797-1852).
Η πολιούχος του νησιού Παναγία της Χρυσοπηγής χτίστηκε το 1650 και είναι σήμερα ένας από τους 230 ναούς που λειτουργούνται. Η παιδεία στη Σίφνο άκμασε το 1687 – 1854, όπου λειτούργησε η Σχολή του Αγίου Τάφου, γνωστή ως "Παιδευτήριον του Αρχιπελάγους".
Οι Ρώσοι κατακτούν το νησί το 1770 και το κρατούν στην κυριαρχία τους μέχρι το 1774. Στον κατάλογο των ορκισμένων φιλικών αναφέρονται και οι Σίφνιοι: Νικόλαος Γρυπάρης, Δημήτριος Λαγός και Γεώργιος Μπάος.
Το 1821 ο σχολάρχης Νικόλαος Χρυσόγελος (1780-1857) ύψωσε τη σημαία της Επανάστασης στη σχολή της Σίφνου και αφού τέθηκε επικεφαλής 150 Σιφνιών πολεμιστών αποβιβάστηκε στην Πελοπόννησο, όπου ανέπτυξε πολύμορφη αγωνιστική δράση.
Το 1883 οι κάτοικοι καθιέρωσαν τις Καμάρες ως το επίσημο λιμάνι του νησιού και το 1914 η Σίφνος χωρίστηκε σε δύο κοινότητες της Απολλωνίας και του Αρτεμώνα.
Το 1941 Ιταλοί εισβάλλουν στο νησί και το κυριαρχούν για τέσσερα χρόνια. Η λογοτεχνική σχολή της Σίφνου είναι σήμερα μία από τις σπουδαίες τοπικές σχολές με δεκάδες εκπροσώπους αλλά και πλήθος λαϊκών ποιητών που δικαιολογούν πως η Σίφνος χαρακτηρίστηκε ως "νησί των ποιητών", με κορυφαίους τον Ιωάννη Γρυπάρη, τον Κλεάνθη Τριανταφύλλου ή Ραμπαγά, τον Αριστομένη Προβελέγγιο, το Στέλιο Σπεράντσα, το Θεοδόση Σπεράντσα, τον Αρίστο Καμπάνη, τον Αντώνιο Μαγγανάρη- Δεκαβάλλε, τον Αντώνη Πρόκο, τον Τίτο Πατρίκιο, το Νίκο Γ. Σταφυλοπάτη, που επιμελήθηκε την Ανθολογία Σιφνίων ποιητών και τη βραβευμένη από την Ακαδημία συλλογή λαϊκών τραγουδιών και καλάντων, το θεατρικό συγγραφέα Μανόλη Κορρέ, το λαογράφο Μάνο Φιλλιπάκη, το δημοσιογράφο και λογοτέχνη Γιώργο Ξ. Ματζουράνη, τους εκπαιδευτικούς και συγγραφείς Νίκο Καλαμάρη, Αντώνιο Γ. Τρούλλο, Γ. Β. Πρόκο
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.