Το σύντομο αυτό διήγημα αποδεικνύεται εξαιρετικά επίκαιρο, καθώς ο Κωστής Παλαμάς αποκαλύπτει με το μοναδικό του, ανεπανάληπτο ύφος, τον χαρακτήρα του ως Προφήτη, ως Αναμορφωτή, ως Παιδαγωγό, την υφή της διδασκαλίας του, τον ρόλο του στην κοινωνία, καθώς και την τύχη που τον περιμένει…
« Ἀπὸ τόπον ἄλλον ἕνας ἄνθρωπος ἦλθε σὲ ἕνα χωριό.
Τὸ Χωριὸ σὰ βυθισμένο σὲ λαγκάδι. Γύρω, τοῦ χωριοῦ οἱ πλαγιές, τοίχοι φυλακῆς χλωροπράσινης.
Καὶ εἴπεν ὁ ἄνθρωπος πρὸς τοὺς χωριάτες:
-Τί ὡραῖος καὶ τί μεγάλος ποῦ δείχνεται ὁ κόσμος γύρω σας!
Καὶ τοῦ ἀποκρίθηκαν οἱ χωριάτες:
-Ἀλήθεια! Ὅλο πρασινάδες μᾶς περιζώνουν.
Τὰ βουνά μας ἔχουμε, τὰ βουνά μας. Ἔχουμε καὶ τὰ λιοστάσια μας. Ζοῦμε ἀπ’ αὐτά. Πέρα ἐκεῖ στὸ ριζοβούνι δυὸ τρεῖς φορές τό χρόνο σταίνουμε ζωηρότατα πανηγύρια καὶ γλεντοκοποῦμε.
Τὸ στρώνουμε στὸν ἴσκιο τῆς Κουκουναριᾶς. Πλέκουμε στεφάνια ἀπό μυτριές καὶ τὰ φοροῦμε. Τὸ μεγάλο πράσινο ζουνάρι τοῦ λαγκαδιοῦ μᾶς σφιχτοδένει χειμῶνα καλοκαίρι. Σὰ δὲ σκάφτουμε καὶ σὰ δὲν οργώνουμε, τὸ χαιρόμαστε ἀπὸ τὰ παράθυρά μας.
Καὶ τοὺς εἶπε τότε ὁ ἄνθρωπος:
-Κάτι ἄλλο ἤθελα νὰ σᾶς πῶ. Τὸν κόσμο γύρω σας, τὸν ὡραῖο καὶ τὸν μεγάλο, δὲν εἶναι μπορετό ἄνθρωποί μου, νὰ τονὲ χαρῆτε ἀπὸ τὰ παραθύρια σας.
Τραβᾶτε, σκαρφαλώστε στὸ βουνό, τραβᾶτε παραπέρα ἀπὸ τὰ πανηγύρια σας, κάτου στὴ ριζοβουνιά, ψηλότερα, ψηλότερα, κι’ὡς τὴν κορφή του φτάστε.
Κι’ ἀφοῦ φτάστ’ ἐκεῖ, τότε ρίχτε μιὰ ματιὰ πλατιά, μακριά, τριγύρω σας, πρὸς τὰ βάθια καὶ πρὸς τὰ πλάτια, πρὸς τοὺς ὁρἰζοντες ποὺ δὲν τοὺς βλέπετε καὶ δὲν τοὺς ἔχετε ἀπὸ τὰ παραθύρια σας.
Οὐρανοῦς, ὠκεανοῦς, ὅλα τὰ χρώματα καὶ ὅλο τὸ φῶς, τὴν πλάση ἀκέριαν, ἀκομμάτιαστη ὁλόγυρά σας.
Θὰ ἰδῆτε τότε κάτου κάτου κάτου, παράμερα, βαθιά, ἕνα μικρό σημάδι ἀσπροδερό ποὺ μιὰ λιγνή λουρίδα θὰ τὸ φασκιώνει βαθυπράσινη. Καὶ θὰ εἶναι τὸ χωριό σας μὲ τὴ λαγκαδιά του.
Ὅμως τότε, ὅταν θὰ τὸ ματιάσετε ἀπὸ μακριά μακριά, σὰν κάτι λιγοστό καὶ σὰν κάτι ξένο καὶ σὰν κάτι μακρυσμένο, τότε ποὺ θὰ τὸ διῆτε ὁλάκερο, συμμαζεμένο, σὰν κάτι ζωντανό, ὀργανικό ἢ σὰ μιὰ καλοδουλεμένη ζωγραφιὰ μὲ τὴν κορνίζα της, εἰκόνα ποὺ μικρούλα κι ἄν εἶναι, δὲ χάνει τίποτα ἀπὸ τὴν χάρη της, τότε ἄνθρωποί μου, τότε ποὺ θὰ ξανοίξετε τὴν μικράδα καὶ τὴν ταπεινοσύνη τοῦ χωριοῦ σας μπρὸς στὸν ὁλόκοσμο, τότε μαζί θὰ νοιώσετε μέσα σας πιὸ βαθιά τὴν ἀγάπη τοῦ χωριοῦ σας.
Γιατὶ θὰ διῆτε πὼς δὲν μπορεῖ νὰ ὑπάρξει χωρισμέν’ ἡ πατρίδα σας, πὼς εἶναι καὶ αύτὴ σφιχτοδεμένη μὲ τἄλλα πετράδια γύρω στὸ δαχτυλίδι τοῦ κόσμου.
Πὼς εἶναι κάτι δυσκολοξεχώριαστο ἀπὸ τὰ ὅλα. Ἀπὸ τὴν άγάπη τοῦ χωριοῦ ποὺ δὲν ξέρει καὶ δὲν βλέπει ὁρίζοντες, ποὺ δὲν ξεχωρίζει τίποτε μακριά, εἶναι ἀσύγκριτα σπουδαιότερη καὶ καρπερώτερη ἡ ἀγάπη ποὺ τὴν πατρίδα δὲν τὴν ἀποχωρίζει άπὸ τὸ πᾶν.
Εἶναι ἡ ἀγάπη ποὺ ἀγαπᾶ ὄχι ἀπὸ τὰ χαμηλά τά παραθύρια, εἶναι ἡ ἀγάπη ἀπὸ τὰ κορφοβούνια.
Τὰ λόγια τοῦ ἀνθρώπου πήρανε δρόμο στὸ χωριό.
Κι ἀπὸ στόμα σὲ στόμα, καθῶς εἴτανε καὶ δυσκολονόητα κάπως γιὰ τοὺς καημένους τοὺς χωριάτες, παράλλαξαν, πήρανε κι ἄλλα νοήματα.
Κι ἀπὸ στόμα σὲ στόμα φτάσανε σταὐτιά τοῦ ἀφέντη ποὺ εἶχε τὸ χωριό τσιφλίκι του καὶ τοὺς χωριάτες ὑποταχτικούς του. Καὶ εἶπε μὲ τὸ νοῦ του ὁ ἀφέντης:
-Τώρα θὰ τοὺς γητέψει αὐτὸς ὁ πλάνος τοὺς ἀνθρώπους μου.
Θὰ τοὺς ἀνάψῃ τὸν καημό γιὰ τοὺς μακρινούς τοὺς δρόμους καὶ τὸν πόθο γιὰ τὰ ψηλά ἀνεβάσματα.
Θὰ τοὺς πάρῃ ἀπὸ τὴ δουλειά τους, θὰ τοὺς βγάλῃ ἀπὸ τὰ μεροκάματα, θὰ τοὺς κάμῃ ἀκαμάτηδες καὶ ψωροπερήφανους.
Ἀδιάφορους θὰ τοὺς κάμῃ πρὸς τὰ σπίτια τους καὶ πρὸς τὴ δούλεψή μου.
Θὰ μοῦ σηκώσουνε κεφάλι. Ἀπὸ δουλευτάδες, θὰ μοῦ γίνουν καταφρονητάδες. Θὰ μοῦ λιγοστέψουν τὰ χέρια καὶ θὰ μοῦ κιντυνέψουν τἀγαθά μου.
Καὶ βροντοφώνησε πρὸς τοὺς ὑποταχτικούς του:
-Διῶχτε καὶ γκρεμίστε ἀπὸ δῶ πέρα τὸν κακόν αυτόν ἄνθρωπο, τὸν πλάνο, τὸν ἀερολόγο, τὸν ἀτσίγγανο καὶ τὸν ἀκάθαρτο.
Θὰ μολέψει τὸ χωριό μας. Δὲν ἔχει αὐτὸς πατρἰδα καὶ ἦρθε νὰ μᾶς δασκαλέψῃ τὴν καταφρόνηση πρὸς ὅ,τι ὁ Θεὸς μᾶς έδωκε ἁγιότερο καὶ τιμιότερο:
Πρὸς τὴν Πατρίδα!
Κ’ ἔβαλε τοὺς δούλους καὶ τὸν πετροβολήσανε τὸν ἄνθρωπο ».
Ακολουθεί μία σύντομη ανάλυση του διηγήματος απο τον αρθρογράφο, Γεώργιο Χαραλαμπίδη :
« Ἀπὸ τόπον ἄλλον ἕνας ἄνθρωπος ἦλθε σὲ ἕνα χωριό…»
« -Ἀλήθεια! Ὅλο πρασινάδες μᾶς περιζώνουν…»
Σε αυτές τις λίγες γραμμές ο Παλαμάς κατάφερε να δώσει μία θαυμάσια εικόνα της πεζής ζωής των «χωριατών» (= της Κοινωνίας). Ηδυπάθεια και στενότητα αντιλήψεων τα κύρια της Κοινωνίας χαρακτηριστικά. Και προχωρεί:
« Καὶ τοὺς εἶπε τότε ὁ ἄνθρωπος: -Κάτι ἄλλο ἤθελα νὰ σᾶς πῶ…»
«ΕΙΝΑΙ Η ΑΓΑΠΗ ΠΟΥ ΑΓΑΠΑ ΟΧΙ ΑΠΟ ΤΑ ΧΑΜΗΛΑ ΤΑ ΠΑΡΑΘΥΡΙΑ,
ΕΙΝΑΙ Η ΑΓΑΠΗ ΑΠΟ ΤΑ ΚΟΡΦΟΒΟΥΝΙΑ…»
Στην συνέχεια ο Παλαμάς εισέρχεται στην δεύτερη φάση:
« Ἀπὸ τόπον ἄλλον ἕνας ἄνθρωπος ἦλθε σὲ ἕνα χωριό.
Τὸ Χωριὸ σὰ βυθισμένο σὲ λαγκάδι. Γύρω, τοῦ χωριοῦ οἱ πλαγιές, τοίχοι φυλακῆς χλωροπράσινης.
Καὶ εἴπεν ὁ ἄνθρωπος πρὸς τοὺς χωριάτες:
-Τί ὡραῖος καὶ τί μεγάλος ποῦ δείχνεται ὁ κόσμος γύρω σας!
Καὶ τοῦ ἀποκρίθηκαν οἱ χωριάτες:
-Ἀλήθεια! Ὅλο πρασινάδες μᾶς περιζώνουν.
Τὰ βουνά μας ἔχουμε, τὰ βουνά μας. Ἔχουμε καὶ τὰ λιοστάσια μας. Ζοῦμε ἀπ’ αὐτά. Πέρα ἐκεῖ στὸ ριζοβούνι δυὸ τρεῖς φορές τό χρόνο σταίνουμε ζωηρότατα πανηγύρια καὶ γλεντοκοποῦμε.
Τὸ στρώνουμε στὸν ἴσκιο τῆς Κουκουναριᾶς. Πλέκουμε στεφάνια ἀπό μυτριές καὶ τὰ φοροῦμε. Τὸ μεγάλο πράσινο ζουνάρι τοῦ λαγκαδιοῦ μᾶς σφιχτοδένει χειμῶνα καλοκαίρι. Σὰ δὲ σκάφτουμε καὶ σὰ δὲν οργώνουμε, τὸ χαιρόμαστε ἀπὸ τὰ παράθυρά μας.
Καὶ τοὺς εἶπε τότε ὁ ἄνθρωπος:
-Κάτι ἄλλο ἤθελα νὰ σᾶς πῶ. Τὸν κόσμο γύρω σας, τὸν ὡραῖο καὶ τὸν μεγάλο, δὲν εἶναι μπορετό ἄνθρωποί μου, νὰ τονὲ χαρῆτε ἀπὸ τὰ παραθύρια σας.
Τραβᾶτε, σκαρφαλώστε στὸ βουνό, τραβᾶτε παραπέρα ἀπὸ τὰ πανηγύρια σας, κάτου στὴ ριζοβουνιά, ψηλότερα, ψηλότερα, κι’ὡς τὴν κορφή του φτάστε.
Κι’ ἀφοῦ φτάστ’ ἐκεῖ, τότε ρίχτε μιὰ ματιὰ πλατιά, μακριά, τριγύρω σας, πρὸς τὰ βάθια καὶ πρὸς τὰ πλάτια, πρὸς τοὺς ὁρἰζοντες ποὺ δὲν τοὺς βλέπετε καὶ δὲν τοὺς ἔχετε ἀπὸ τὰ παραθύρια σας.
Οὐρανοῦς, ὠκεανοῦς, ὅλα τὰ χρώματα καὶ ὅλο τὸ φῶς, τὴν πλάση ἀκέριαν, ἀκομμάτιαστη ὁλόγυρά σας.
Θὰ ἰδῆτε τότε κάτου κάτου κάτου, παράμερα, βαθιά, ἕνα μικρό σημάδι ἀσπροδερό ποὺ μιὰ λιγνή λουρίδα θὰ τὸ φασκιώνει βαθυπράσινη. Καὶ θὰ εἶναι τὸ χωριό σας μὲ τὴ λαγκαδιά του.
Ὅμως τότε, ὅταν θὰ τὸ ματιάσετε ἀπὸ μακριά μακριά, σὰν κάτι λιγοστό καὶ σὰν κάτι ξένο καὶ σὰν κάτι μακρυσμένο, τότε ποὺ θὰ τὸ διῆτε ὁλάκερο, συμμαζεμένο, σὰν κάτι ζωντανό, ὀργανικό ἢ σὰ μιὰ καλοδουλεμένη ζωγραφιὰ μὲ τὴν κορνίζα της, εἰκόνα ποὺ μικρούλα κι ἄν εἶναι, δὲ χάνει τίποτα ἀπὸ τὴν χάρη της, τότε ἄνθρωποί μου, τότε ποὺ θὰ ξανοίξετε τὴν μικράδα καὶ τὴν ταπεινοσύνη τοῦ χωριοῦ σας μπρὸς στὸν ὁλόκοσμο, τότε μαζί θὰ νοιώσετε μέσα σας πιὸ βαθιά τὴν ἀγάπη τοῦ χωριοῦ σας.
Γιατὶ θὰ διῆτε πὼς δὲν μπορεῖ νὰ ὑπάρξει χωρισμέν’ ἡ πατρίδα σας, πὼς εἶναι καὶ αύτὴ σφιχτοδεμένη μὲ τἄλλα πετράδια γύρω στὸ δαχτυλίδι τοῦ κόσμου.
Πὼς εἶναι κάτι δυσκολοξεχώριαστο ἀπὸ τὰ ὅλα. Ἀπὸ τὴν άγάπη τοῦ χωριοῦ ποὺ δὲν ξέρει καὶ δὲν βλέπει ὁρίζοντες, ποὺ δὲν ξεχωρίζει τίποτε μακριά, εἶναι ἀσύγκριτα σπουδαιότερη καὶ καρπερώτερη ἡ ἀγάπη ποὺ τὴν πατρίδα δὲν τὴν ἀποχωρίζει άπὸ τὸ πᾶν.
Εἶναι ἡ ἀγάπη ποὺ ἀγαπᾶ ὄχι ἀπὸ τὰ χαμηλά τά παραθύρια, εἶναι ἡ ἀγάπη ἀπὸ τὰ κορφοβούνια.
Τὰ λόγια τοῦ ἀνθρώπου πήρανε δρόμο στὸ χωριό.
Κι ἀπὸ στόμα σὲ στόμα, καθῶς εἴτανε καὶ δυσκολονόητα κάπως γιὰ τοὺς καημένους τοὺς χωριάτες, παράλλαξαν, πήρανε κι ἄλλα νοήματα.
Κι ἀπὸ στόμα σὲ στόμα φτάσανε σταὐτιά τοῦ ἀφέντη ποὺ εἶχε τὸ χωριό τσιφλίκι του καὶ τοὺς χωριάτες ὑποταχτικούς του. Καὶ εἶπε μὲ τὸ νοῦ του ὁ ἀφέντης:
-Τώρα θὰ τοὺς γητέψει αὐτὸς ὁ πλάνος τοὺς ἀνθρώπους μου.
Θὰ τοὺς ἀνάψῃ τὸν καημό γιὰ τοὺς μακρινούς τοὺς δρόμους καὶ τὸν πόθο γιὰ τὰ ψηλά ἀνεβάσματα.
Θὰ τοὺς πάρῃ ἀπὸ τὴ δουλειά τους, θὰ τοὺς βγάλῃ ἀπὸ τὰ μεροκάματα, θὰ τοὺς κάμῃ ἀκαμάτηδες καὶ ψωροπερήφανους.
Ἀδιάφορους θὰ τοὺς κάμῃ πρὸς τὰ σπίτια τους καὶ πρὸς τὴ δούλεψή μου.
Θὰ μοῦ σηκώσουνε κεφάλι. Ἀπὸ δουλευτάδες, θὰ μοῦ γίνουν καταφρονητάδες. Θὰ μοῦ λιγοστέψουν τὰ χέρια καὶ θὰ μοῦ κιντυνέψουν τἀγαθά μου.
Καὶ βροντοφώνησε πρὸς τοὺς ὑποταχτικούς του:
-Διῶχτε καὶ γκρεμίστε ἀπὸ δῶ πέρα τὸν κακόν αυτόν ἄνθρωπο, τὸν πλάνο, τὸν ἀερολόγο, τὸν ἀτσίγγανο καὶ τὸν ἀκάθαρτο.
Θὰ μολέψει τὸ χωριό μας. Δὲν ἔχει αὐτὸς πατρἰδα καὶ ἦρθε νὰ μᾶς δασκαλέψῃ τὴν καταφρόνηση πρὸς ὅ,τι ὁ Θεὸς μᾶς έδωκε ἁγιότερο καὶ τιμιότερο:
Πρὸς τὴν Πατρίδα!
Κ’ ἔβαλε τοὺς δούλους καὶ τὸν πετροβολήσανε τὸν ἄνθρωπο ».
Ακολουθεί μία σύντομη ανάλυση του διηγήματος απο τον αρθρογράφο, Γεώργιο Χαραλαμπίδη :
« Ἀπὸ τόπον ἄλλον ἕνας ἄνθρωπος ἦλθε σὲ ἕνα χωριό…»
Παρατηρούμε ότι ο άνθρωπος αυτός, είναι ο
Προφήτης, δηλαδή μία εξελιγμένη Ψυχή, ο οποίος ακολουθώντας την
αποστολή του, έρχεται σ’ ένα χωριό, δηλαδή σε ένα περιβάλλον στενό, με
αντιλήψεις περιορισμένες, όπου η Συνήθεια, η Προκατάληψη, η Αμάθεια, και Δεισιδαιμονία κυριαρχούν και βασιλεύουν.
Πράγματι, αυτός ο Προφήτης, όπως
αντίστοιχα ο Χριστός στα Ιεροσόλυμα ή ο Σωκράτης στην Αθήνα, έχει να
αντιμετωπίσει την πνικτική ατμόσφαιρα της αμάθειας και της δοκησισοφίας.
Με τα δύο αυτά τέρατα, με τα οποία είναι αναποσπάστως συνυφασμένη και συνδεδεμένη η ανθρώπινη φύση, έρχεται να αναμετρηθεί, να παλέψει και να νικήσει ή να πεθάνει μαχόμενος.
Ο Παλαμάς περιγράφει το χωριό. Δίνει δηλαδή τον χαρακτήρα της Ανθρώπινης κοινωνίας, η οποία βρίσκεται αιωνίως μέσα στην αμάθεια και στην δοκησισοφία…
« Τὸ Χωριὸ σὰ βυθισμένο σὲ λαγκάδι…»
Σε αυτό το απόσπασμα περιγράφεται η φυλακή, εντός της οποίας ζει η Κοινωνία μας, η οποία είναι η Προκατάληψη, οι στενές επί όλων των ζητημάτων αντιλήψεις, η Αμάθεια και η Άγνοια, συγχρόνως όμως και η εσφαλμένη πίστη, όλων όσων ζουν μια ζωή μη ανταποκρινόμενη προς στην Ανώτερή τους υπόσταση.
Ο Προφήτης, τούτο ήθελε να τους υποδείξει, προσπαθώντας να στρέψει την προσοχή των χωριατών προς την Νοερή τους Υπόσταση. Εκείνοι όμως δεν αντελήφθησαν, και μη αφυπνισθέντες από τους λόγους του Προφήτη, βρίσκουν «θαυμάσια την κατάσταση» στην οποία βρίσκονται και απαντούν:
« -Ἀλήθεια! Ὅλο πρασινάδες μᾶς περιζώνουν…»
Σε αυτές τις λίγες γραμμές ο Παλαμάς κατάφερε να δώσει μία θαυμάσια εικόνα της πεζής ζωής των «χωριατών» (= της Κοινωνίας). Ηδυπάθεια και στενότητα αντιλήψεων τα κύρια της Κοινωνίας χαρακτηριστικά. Και προχωρεί:
« Καὶ τοὺς εἶπε τότε ὁ ἄνθρωπος: -Κάτι ἄλλο ἤθελα νὰ σᾶς πῶ…»
Προσπαθεί δηλαδή ο Προφήτης να τους αφυπνίσει, στην ανώτερη ζωή του Πνεύματος και της Αληθείας, να τους αποκαλύψει τον κόσμο τον Ανώτερο. Να τους εισαγάγει στην μεγαλύτερη εκείνη Αλήθεια, προ της οποίας καταφαίνεται τότε η σμικρότητα και το ασήμαντο των μέχρι της στιγμής εκείνης αντιλήψεων και ασχολιών.
Να τους φανερώσει την Αγάπη την πραγματική, η οποία δεν έχει τα γνωστά στενά όρια, αλλά περιλαμβάνει στην αγκάλη της ολόκληρη την Ανθρωπότητα!
ΕΙΝΑΙ Η ΑΓΑΠΗ ΑΠΟ ΤΑ ΚΟΡΦΟΒΟΥΝΙΑ…»
Στην συνέχεια ο Παλαμάς εισέρχεται στην δεύτερη φάση:
Στην καρποφορία και διάδοση της Αληθείας και της Διδασκαλίας του Προφήτη και τα αποτελέσματα που απορρέουν από αυτήν.
Στην αναμενόμενη αντίδραση των δυνάμεων του Σκότους, της Συνηθείας, του Εγωισμού, της Δοκησισοφίας.
Αντιδράσεις, οι οποίες καταλήγουν τελικά στην καταδίωξη του Προφήτη, στον λιθοβολισμό αυτού, έτσι ώστε να επαληθευτεί η γνωστή φράση του Χριστού: «Ουδείς προφήτης δεκτός εστίν εν τη πατρίδι αυτού»!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.