Πονάει! Η βεβήλωση του Σ’ αγαπώ, πονάει.
Απο μία αγαπημένη φίλη......!!
PS: Γράφτηκε στις 2 Αυγούστου σε κάποια παραλία της Μάνης κάτω από την Πανσέληνο…
Είναι Αύγουστος και απόψε έχει πανσέληνο. Ξέρεις πόσο μου αρέσουν αυτά τα βράδια που
Απο μία αγαπημένη φίλη......!!
PS: Γράφτηκε στις 2 Αυγούστου σε κάποια παραλία της Μάνης κάτω από την Πανσέληνο…
Είναι Αύγουστος και απόψε έχει πανσέληνο. Ξέρεις πόσο μου αρέσουν αυτά τα βράδια που
το φεγγάρι είναι τόσο γεμάτο σαν μια ζωή από εμπειρίες. Και λάμπει. Λάμπει τόσο που με κάνει να το ζηλεύω. Μου θυμίζει την λάμψη στα παιδικά ματάκια όταν ανακαλύπτουν κομμάτια του κόσμου, μου θυμίζει την λάμψη των ερωτευμένων σε κάθε κοίταγμα, μου θυμίζει την λάμψη του νικητή.
Καθισμένη στην άμμο μιας παραλίας, λίγο πιο πέρα απ’ τους φίλους μου ένιωσα σκέψεις να ξεπροβάλουν σαν καράβια απ’ τον ορίζοντα και ξεκίνησα να γράφω. Τις άφησα να ταξιδέψουν πάνω στο χαρτί μου και να χαράξουν μια δική τους πορεία. Τίποτα προδιαγεγραμμένο, όλα στην τύχη!
Λατρεύω την Μάνη, εδώ πάντα έχω έμπνευση να γράψω, είναι λες και ο αέρας εδώ να μου προσφέρει μαζί με το οξυγόνο ιδέες. Μα θα μου άρεσε ακόμα πιο πολύ αν ήσουν και εσύ εδώ. Αν οι σκέψεις μου απόψε δεν ήταν τόσο μοναχικές. Ας είναι…
Μου λείπουν λίγο οι προηγούμενοι μήνες που η ηρεμία στην ψυχή μου, μού έδινε ώθηση να μοιράζω σκέψεις θετικές. Θα ξαναπάω βέβαια εκεί αλλά σε λίγο, όλα θέλουν τον χρόνο τους.
Μπροστά μου απλώνεται η θάλασσα, σαν ένας υγρός σκοτεινός ταξιδευτής πρόθυμος να με μεταφέρει όπου θέλω. Εκεί που θέλω όμως δεν έχει πάει ποτέ κανείς.
Σε σκέφτομαι και απόψε όπως και χθες, όπως και αύριο. Περνούν οι ώρες μα η εικόνα σου δεν περνά, δεν αλλάζει. Ένα βράδυ όπως αυτό μου έδωσες το πρώτο μας φιλί. Και άφησα τις αισθήσεις μου να χαθούν σε ένα ανέμελο ταξίδι κοιτώντας τα χρυσοκάστανα μάτια σου που σαν φινιστρίνια με άφηναν να ρίξω κλεφτές ματιές στον βυθό της ψυχής σου. Σε έναν βυθό που ένιωσα τιμή και μόνο που κολύμπησα. Αχ αυτά τα μάτια σου. Με έκαναν πάντα να σκέφτομαι πως κάποια μάτια δεν δημιουργήθηκαν για να κοιτούν, μονάχα για να ταξιδεύουν στα άδυτα του βλέμματος τους όποιον τα κοιτά. Πως τις ξεχνάς τέτοιες στιγμές; Δεν τις ξεχνάς. Χαράζονται στην ψυχή σου και μένουν εκεί ανεξίτηλα σημάδια στιγμών που πέρασαν.
«Τα Σ’ αγαπώ να μου τα λες ψιθυριστά, ο εγωισμός του κόσμου δεν αντέχει…» αυτό σου ζητούσα πάντα όταν με έκλεινες στην αγκαλιά σου. Και εσύ με κοίταζες και έπαιρνα ελπίδα, πως η επόμενη ημέρα θα είναι μονάχα καλύτερη, πως ο κόσμος θα αλλάξει, πως η ζωή είναι υπέροχη. Δεν άλλαξα γνώμη, απλά στην θετική μου αύρα πάτησα παύση, μέχρι να μπορώ να την εκτιμήσω ξανά.
Στο μυαλό μου γυρνούν ξανά και ξανά τα τελευταία μου λόγια : «Πριν φύγεις κάνε μου μια χάρη. Πάρε για τον δρόμο την σιγουριά πως σε αγάπησα. Αυτή ήταν η μόνη αλήθεια μεταξύ μας». Μπορεί να μετανιώνεις, γι αυτά που λες αλλά η στιγμή καμιά φορά σε σπρώχνει στα άκρα και αφήνεις να εκφραστεί ένα κομμάτι του εαυτού σου, που ίσως και να μην ήξερες πως υπάρχει.
Απόψε μου λείπει πολύ το να μην σε έχω. Όλοι γύρω απ’ την φωτιά αγκαλιασμένοι και εγώ να σε ζητώ στις αναμνήσεις. Δεν είναι που μου λείπουν δύο χέρια τυλιγμένα στο κορμί μου, τα δικά σου χέρια αποζητώ, αυτά μου λείπουν.
Και ξέρεις μου λείπει και να κοιτώ τον ήλιο να ανατέλλει στα μάτια σου και να δύει στα φιλιά σου… Μου λείπει το μειδίαμα του φεγγαριού όταν μας αντίκριζε… μας καμάρωνε!
Γλυκόπικρες απόψε οι σκέψεις, σαν ένα κρασί που πίνω γουλιά – γουλιά, μην με μεθύσει. Δεν το ξέρεις; Κάποιοι πίνουν επειδή μπορούν και κάποιοι επειδή δεν μπόρεσαν! Το μυαλό σε ένα αδιάκοπο τρέξιμο, μα το μελάνι τελειώνει όπου ναι. Ας είναι…
Αφιερωμένο στα βράδια με πανσέληνο, τα βράδια κείνα που τα Σ’ αγαπώ ουρλιάζουν…
Καθισμένη στην άμμο μιας παραλίας, λίγο πιο πέρα απ’ τους φίλους μου ένιωσα σκέψεις να ξεπροβάλουν σαν καράβια απ’ τον ορίζοντα και ξεκίνησα να γράφω. Τις άφησα να ταξιδέψουν πάνω στο χαρτί μου και να χαράξουν μια δική τους πορεία. Τίποτα προδιαγεγραμμένο, όλα στην τύχη!
Λατρεύω την Μάνη, εδώ πάντα έχω έμπνευση να γράψω, είναι λες και ο αέρας εδώ να μου προσφέρει μαζί με το οξυγόνο ιδέες. Μα θα μου άρεσε ακόμα πιο πολύ αν ήσουν και εσύ εδώ. Αν οι σκέψεις μου απόψε δεν ήταν τόσο μοναχικές. Ας είναι…
Μου λείπουν λίγο οι προηγούμενοι μήνες που η ηρεμία στην ψυχή μου, μού έδινε ώθηση να μοιράζω σκέψεις θετικές. Θα ξαναπάω βέβαια εκεί αλλά σε λίγο, όλα θέλουν τον χρόνο τους.
Μπροστά μου απλώνεται η θάλασσα, σαν ένας υγρός σκοτεινός ταξιδευτής πρόθυμος να με μεταφέρει όπου θέλω. Εκεί που θέλω όμως δεν έχει πάει ποτέ κανείς.
Σε σκέφτομαι και απόψε όπως και χθες, όπως και αύριο. Περνούν οι ώρες μα η εικόνα σου δεν περνά, δεν αλλάζει. Ένα βράδυ όπως αυτό μου έδωσες το πρώτο μας φιλί. Και άφησα τις αισθήσεις μου να χαθούν σε ένα ανέμελο ταξίδι κοιτώντας τα χρυσοκάστανα μάτια σου που σαν φινιστρίνια με άφηναν να ρίξω κλεφτές ματιές στον βυθό της ψυχής σου. Σε έναν βυθό που ένιωσα τιμή και μόνο που κολύμπησα. Αχ αυτά τα μάτια σου. Με έκαναν πάντα να σκέφτομαι πως κάποια μάτια δεν δημιουργήθηκαν για να κοιτούν, μονάχα για να ταξιδεύουν στα άδυτα του βλέμματος τους όποιον τα κοιτά. Πως τις ξεχνάς τέτοιες στιγμές; Δεν τις ξεχνάς. Χαράζονται στην ψυχή σου και μένουν εκεί ανεξίτηλα σημάδια στιγμών που πέρασαν.
«Τα Σ’ αγαπώ να μου τα λες ψιθυριστά, ο εγωισμός του κόσμου δεν αντέχει…» αυτό σου ζητούσα πάντα όταν με έκλεινες στην αγκαλιά σου. Και εσύ με κοίταζες και έπαιρνα ελπίδα, πως η επόμενη ημέρα θα είναι μονάχα καλύτερη, πως ο κόσμος θα αλλάξει, πως η ζωή είναι υπέροχη. Δεν άλλαξα γνώμη, απλά στην θετική μου αύρα πάτησα παύση, μέχρι να μπορώ να την εκτιμήσω ξανά.
Στο μυαλό μου γυρνούν ξανά και ξανά τα τελευταία μου λόγια : «Πριν φύγεις κάνε μου μια χάρη. Πάρε για τον δρόμο την σιγουριά πως σε αγάπησα. Αυτή ήταν η μόνη αλήθεια μεταξύ μας». Μπορεί να μετανιώνεις, γι αυτά που λες αλλά η στιγμή καμιά φορά σε σπρώχνει στα άκρα και αφήνεις να εκφραστεί ένα κομμάτι του εαυτού σου, που ίσως και να μην ήξερες πως υπάρχει.
Απόψε μου λείπει πολύ το να μην σε έχω. Όλοι γύρω απ’ την φωτιά αγκαλιασμένοι και εγώ να σε ζητώ στις αναμνήσεις. Δεν είναι που μου λείπουν δύο χέρια τυλιγμένα στο κορμί μου, τα δικά σου χέρια αποζητώ, αυτά μου λείπουν.
Και ξέρεις μου λείπει και να κοιτώ τον ήλιο να ανατέλλει στα μάτια σου και να δύει στα φιλιά σου… Μου λείπει το μειδίαμα του φεγγαριού όταν μας αντίκριζε… μας καμάρωνε!
Γλυκόπικρες απόψε οι σκέψεις, σαν ένα κρασί που πίνω γουλιά – γουλιά, μην με μεθύσει. Δεν το ξέρεις; Κάποιοι πίνουν επειδή μπορούν και κάποιοι επειδή δεν μπόρεσαν! Το μυαλό σε ένα αδιάκοπο τρέξιμο, μα το μελάνι τελειώνει όπου ναι. Ας είναι…
Αφιερωμένο στα βράδια με πανσέληνο, τα βράδια κείνα που τα Σ’ αγαπώ ουρλιάζουν…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.