Μόνο λεμόνια τής άλλοτε χρεοκοπημένης Αργεντινής βρίσκει κανείς στην αγορά: κατακίτρινα, στιλπνά, όμορφα στην όψη, ομοιόμορφα στο σχήμα και το μέγεθος. Κερωμένα, αποπρασινισμένα, ανθεκτικά στα μακρινά ταξίδια και στα καπρίτσια του καιρού. Το καλοκαίρι η εγχώρια παραγωγή δεν μπορεί να καλύψει τη ζήτηση κι έτσι τα λεμόνια που αγοράζουμε, δύο και κάτι ευρώ το κιλό, έρχονται συνήθως από πολύ μακριά, έχοντας πετάξει πάνω από θάλασσες και από στεριές.
Οχι πως η τρόικα έφερε τα αργεντίνικα λεμόνια στην Ελλάδα. Πιο πολύ κωμικό παρά λαϊκίστικο θα ήταν το να φανταστούμε το «κακό μάτι» της κυρίας Μέρκελ ή του κυρίου Τόμσεν να πέφτει πάνω στο δέντρο και να το ξεραίνει.
Η λεμονιά δεν είναι ματιασμένη, δεν βρίσκεται υπό διωγμόν, απλώς η καλλιέργειά της δεν ενθαρρύνεται ιδιαίτερα. Ακόμα κι ένας πρωτοετής φοιτητής της Γεωπονικής γνωρίζει ότι από τον Μάη μέχρι τον Σεπτέμβρη η συγκομιδή ελληνικών λεμονιών σταματάει, με εξαίρεση τα διφόρια, τα σφιχτά, μικρά και πράσινα εφηβικά λεμονάκια με τον λιγοστό χυμό. Οι νόμοι της αγοράς φέρνουν τη μικρή ταμπέλα «Αργεντινή» στα τελάρα, μια λέξη που προκαλεί ένα μικρό ρίγος, όχι επειδή οι εισαγωγές εσπεριδοειδών (ή τουρκικών σίριαλ ή κινέζικων σκόρδων) θίγουν το εθνικό μας φιλότιμο, αλλά γιατί η λεμονιά, όπως και η ελιά, η πορτοκαλιά, το κλήμα, είναι σύμβολο της γενναιοδωρίας της ελληνικής γης.
Ετσι και βρει τον τόπο της στο φως, στον κήπο, στον ακάλυπτο της πολυκατοικίας, ακόμα και σε μισό τετραγωνικό μέτρο χώμα, η λεμονιά φουντώνει, γεμίζει άνθη και καρπούς με το τίποτα, χωρίς καν να την ποτίζουμε ή να την κλαδεύουμε. Αρκεί να μην την πιάσει ο πάγος. Δεν αναφέρομαι στις ευλογημένες περιοχές της χώρας μας, όπως στην Κορινθία, την Αιγιαλεία, την Αρτα, όπου τα δέντρα στενάζουν κάτω από το βάρος των καρπών, αλλά στη λεμονιά της αυλής, αυτήν που νοσταλγούν οι ξενιτεμένοι. Βλέποντας τα βουνά από λεμόνια Αργεντινής στους πάγκους της λαϊκής, θαρρείς πως η κοντούλα λεμονιά ξενιτεύτηκε και αυτή, όπως σήμερα ξενιτεύεται ο έτοιμος να δέσει ανθός της ελληνικής νεότητας, η Βησσανιώτισσα, η μικρή άνεργη Δελβινακιώτισσα.
Σε μια συνομιλία του με τον συγγραφέα Μισέλ Φάις, που δημοσιεύθηκε πριν από δέκα χρόνια στην «Ελευθεροτυπία», ο Θόδωρος Αγγελόπουλος έλεγε:
«Ψάχνοντας τότε, το ’69, για το χωριό της “Αναπαράστασης”, βρέθηκα σ’ ένα χωριό ψηλά στα Ζαγόρια. Νοέμβρης μήνας με ψιλόβροχο. Μαύρισε η πέτρα. Πένθιμες γυναικείες φιγούρες χάνονταν στα ερείπια. Μια γέρικη φωνή τραγουδούσε στο έρημο καφενείο: “Μωρή κοντούλα λεμονιά...”. Στάθηκε εκεί στην άκρη. Η φωνή ράγισε κι έσπασε έπειτα από λίγο. Εμεινε το τοπίο με τη βροχή. Εμεινα κι εγώ. Αυτό θα ’παιρνα μαζί μου».
Η κοντούλα λεμονιά χαμήλωσε τους κλώνους της για να πάρει μαζί της τον σκηνοθέτη, αφού με αυτό το τραγούδι τον αποχαιρέτισαν οι φίλοι του στο τελευταίο του ταξίδι. Kερωμένα, αποπρασινισμένα τα λεμόνια. Κερωμένοι, χρεωμένοι, αποπρασινισμένοι κι εμείς.
Η στυμμένη λεμονόκουπα δεν βρίσκεται μόνο στα σκουπίδια... πολλοί ήδη την αντικρίζουν στον καθρέφτη, την αντικρίζουν και στον ζωντανό μελλοντικό χάρτη της χώρας τους.
ΠΗΓΗ: Καθημερινή 30/9
Tης Mαριαννας Tζιαντζη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.