Βρε πώς τα φέρνει η ζωή και το μπλα μπλα.....
Πήρα τηλέφωνο τον εξάδελφο μου να του ευχηθώ για την γιορτή της κόρης του.
Ο ξάδερφος!
Ο πρώτος μου έρωτας!
Εκείνος ψηλός και όμορφος, αθλητής στο τριπλούν, τουλάχιστον 10-12 χρόνια μεγαλύτερός μου και εγώ...7-8 χρονών.
Έπαιζε κρυφτό μαζί μου, με έβαζε να τα φυλάω,να μετράω μέχρι το 100 δύο φορές παρακαλώ και εκείνος, έπιανε την κουβέντα με το κορίτσι απέναντι, εκεί στην μάντρα με τα τριαντάφυλλα.
Ο ξάδερφος αρραβωνιάστηκε το κορίτσι της μάντρας απέναντι από το σπίτι τους.
Όμως έφυγε, πήγε στα καράβια, μπαρκάρισε να μαζέψουν λεφτά να χτίσουν το οικόπεδο, το προικώον, για να μπορέσουν να παντρευτούν και να στεγάσουν την ευτυχία τους.
"Δεν θα μείνω πολύ στα καράβια" είπε, "το πολύ ένα χρόνο και θα έρθω με γεμάτες τις τσέπες".
Το κορίτσι απέναντι έπιασε να φτιάχνει τα προικιά της, κεντίδια, πλεχτές κουβέρτες και τραπεζομάντιλα, σεμεδάκια και πετσετάκια.....
Μου έδωσε και μένα να της κεντήσω ένα σετάκι σεμεδάκια, που όταν ο ξάδερφος γύρισε 3χρόνια μετά, εγώ ακόμη δεν τα είχα τελειώσει και δεν τα τελείωσα ποτέ, έτσι μισά της τα έδωσα.
Ο ξάδερφος γύρισε με λεφτά!
Βάλανε μπρος να χτίσουν το οικόπεδο, μα τα χρήματα δεν έφτασαν και για τους δύο ορόφους που είχαν προγραμματίσει.
Παντρεύτηκαν όμως και μέσα στον χρόνο, γεννήθηκε και η Μαρία.
Τα έξοδα ήταν αυξημένα και ο δεύτερος όροφος με μόνο τις κολώνες,..... χαλνούσε και την πρόσοψη.
Έτσι ο ξάδερφος μη βρίσκοντας άλλη δουλειά με καλά λεφτά, αποφάσισε να ξαναμπαρκάρει.
Από λιμάνι σε λιμάνι, να μαζεύει δραχμή τη δραχμή, να γυρίσει όσο γίνεται πιο γρήγορα, να χαρεί το παιδί και την γυναίκα του, αλλά και να τελειώσουν και τον επάνω όροφο!
Άλλα τρία χρόνια έμεινε έξω ο ξάδερφος και το κορίτσι, πήγαινε και ερχόταν στο σπίτι μας με το μωρό αγκαλιά, να μιλήσει για τους καημούς της ξενητιάς με την μάνα.
Ο δεύτερος όροφος τελείωσε, η Μαρία ήταν πια τεσσάρων χρονών όταν γεννήθηκε και η Όλγα και πια, με δύο κορίτσια που έπρεπε να προικίσει ο ξάδερφος αποφάσισε να ξαναμπαρκάρει για τον τρίτο όροφο.......
Τα λεφτά πια έμοιαζαν να είναι λίγα γιατί πώς να ζήσουν 4 άτομα με υψηλές απαιτήσεις προσαρμοσμένες στο προφίλ που έχτιζαν τόσα χρόνια μαζί με την τριώροφη κατοικία τους.
Τα κορίτσια έπρεπε να αποκτήσουν εφόδια, έπρεπε να μορφωθούν, όχι όμως με τις συμβατική μόρφωση που παίρνει κάθε παιδί μιας εργατούπολης.
Αλίμονο, σε Αμερικάνικα κολέγια έπρεπε να πάνε, να ανοίξουν οι ορίζοντές τους, να ξεφύγουν από την πλέμπα, να γνωρίσουν παιδιά από "καλές" οικογένειες.
Να βγουν έξω από τα στενά και μίζερα πλαίσια της εργατοσυνοικίας τους.
Έτσι ο ξάδερφος με τις γνωριμίες του βρέθηκε σε κάποιον Δήμο, με αλίμονο δα, δεξιό δήμαρχο, να ασχολείται με "διάφορα" πολλά "διάφορα" που ποτέ δεν έμαθα ακριβώς, αλλά και το εξοχικό τους στήσανε και τα κορίτσια τους σπούδασαν.
Τουλάχιστον τη Μαρία,γιατί για την άλλη, την μικρή, πληρώνανε και ξαναπληρώνανε, αλλά δεν μπόρεσε να προχωρήσει, δεν τα έπαιρνε.
Δε βαριέσαι όμως, τώρα είχαν ανοίξει οι πόρτες και η μικρή, η Όλγα, βρέθηκε να δουλεύει στον Δήμο που λέγαμε, με τον πατέρα της σε θέση καλοπληρωμένη και "μόνιμη"
Καμάρωναν για τα κορίτσια τους.
Πάντα ντυμένες με την τελευταία λέξη της μόδας, οι παρέες και οι φιλίες τους μακρυά από την μιζέρια της εργατούπολης και έτσι, η Μαρία γνώρισε κάποιον αρκετά μεγαλύτερό της, αλλά που ασχολιόταν με διάφορες μπίζνες, όπως χρηματιστήριο, αλλά όχι εδώ στην ψωροκώσταινα, στην Νέα Υόρκη.
Έτσι την πήρε μαζί του.
Ο ξάδερφος έπεσε να πεθάνει που το κορίτσι του έφευγε μακρυά, αλλά ταυτόχρονα, περήφανος και ικανοποιημένος που το χρήμα έρεε, που η Μαρία του είχε με την "αξία" της, μια τέτοια τύχη και θα ζούσε μια ζωή αντάξιά της.
Έμενε σε μια έπαυλη, με μπάρμπεκιου και πισίνες, με δωμάτια για φιλοξενούμενους και φίλους.
Ψώνιζε από τα πιο ντιζαϊνάτα καταστήματα της Νέας Υόρκης και κυκλοφορούσε με Πόρσε......
Το κορίτσι της μάντρας με τα τριαντάφυλλα,η γυναίκα του ντε, δεν μιλούσε και πολύ πολύ με τους γειτόνους, τι είχε άλλωστε να πει μαζί τους, δεν καταδεχόταν.
Μόνο για να καμαρώσει και να κομπάσει για την ξεχωριστή τύχη της Μαρίας.
Και η Μαρία δεν μπορούσε να έρθει πίσω στην Ελλάδα, βλέπεις έκανε δύο κορίτσια και αυτή.
Αλλά ο ξάδερφος μετά της συζύγου, δυο τρεις φορές πέταξαν για Νέα Υόρκη.
Στον γάμο, στην γέννα και στην βάφτιση.
Η Μαρία ήταν ευτυχισμένη, ζούσε μέσα σ΄ένα παραμύθι.
Και αυτό, γιατί ήταν ένα ξεχωριστό παιδί, ήταν ένα κορίτσι με υψηλές απαιτήσεις και όχι συμβιβασμένο σαν τα άλλα κορίτσια της γειτονιάς,έλεγαν και ξανάλεγαν ο ξάδερφος και το κορίτσι της μάντρας, που πια είχε γίνει σαν περίπτερο με ρούχα, αλλά ρούχα εκ Νέας Υόρκης παρακαλώ.
Μόνο όταν τα κορίτσια της Μαρίας έγιναν 6 και 7 χρόνων, η Μαρία πια δεν άντεξε και εμπιστεύτηκε στον πατέρα και την μητέρα της ότι ο πολύφερνος γαμπρός, ο μπίζνεσμαν, την τσάκιζε στο ξύλο,την άφηνε μέσα στο σπίτι και δεν της επέτρεπε να κυκλοφορήσει.
Και το χειρότερο δεν την άφηνε να οδηγήσει την Πόρσε.
Ζήλευε.
Τι να κάνουν, πώς να το διευθετήσουν το ζήτημα, τι θα πουν στους δικούς τους ανθρώπους, τι θα πουν στον κύκλο τους;
Μήπως έπρεπε να κάνει λίγη υπομονή....
Ήταν και ολόκληρη περιουσία.
Μαζί του πια ήταν κοντά 10 χρόνια, δικαιούταν μέρος της περιουσίας δεν θα του τα άφηνε αμανάτι.....
Παρέμεινε να τις τρώει η Μαρία τουλάχιστον άλλα 2-3 χρόνια και πια, είδαν και απόειδαν και η Μαρία γύρισε πίσω με μαυρισμένα τα πλευρά και μακρυά από την μεγάλη ζωή.
Μην παραλείψω να πω και για την μικρή την Όλγα, που και αυτή στο μεταξύ παντρεύτηκε και αφού έκανε έναν γιο και αφού γύρισε όλα τα σκυλάδικα της Συγγρού και της παραλίας, ένα πρωί ανήγγειλε στους δικούς της ότι χωρίζει.
Η Μαρία γύρισε πίσω, αλλά έπρεπε να δουλέψει, αυτή που ήξερε τρεις γλώσσες, που είχε μοσκαναθρευτεί, που είχε ζήσει την μεγάλη και πλούσια ζωή,έστω και ξυλοφορτωμένη, που συναναστρεφόταν με υψηλά πρόσωπα,άρχισε να μοιράζει βιογραφικά σε μεγάλες επιχειρήσεις, πολυεθνικές κυρίως.
Αλλά,.. μάταια.
Ο ξάδερφος είχε πλέον να βοηθήσει και την μικρή, που ναι μεν καλός ήταν ο μισθός της,αλλά τώρα με το νοίκι πως να τα φέρει βόλτα.
Βλέπεις στις εκλογές βγήκε δήμαρχος του ΠΑΣΟΚ και αυτός, είχε τους δικούς του ανθρώπους να βολέψει, έτσι ο ξάδερφος έμεινε και χωρίς τα "διάφορα" του.
Να λοιπόν ο τρίτος όροφος που μέχρι τώρα ήταν ενοικιασμένος και τους άφηνε το κάτι τις, τώρα τον ξενοικιάσανε για να μένει η Όλγα.
Η Μαρία τελικά, βρήκε δουλειά σε ένα μεγάλο κατάστημα στην Σταδίου.
Βολεύτηκε.
Η πελατεία προέρχονταν από τα υψηλά στρώματα,έτσι δεν έχασε τον μπουσουλά της,δεν άλλαξε περιβάλλον,μπορούσε να συνεχίσει με ψευδαισθήσεις.
Είχε τον δεύτερο όροφο στο προικώον, είχε και το αυτοκίνητό της, έναν κουβά βέβαια,..... πάνε τα μεγαλεία της Πόρσε έστω και παρκαρισμένης έξω από την έπαυλη.
Την μεγάλη κόρη την άφησε στον πατέρα της να συνεχίσει τις σπουδές της, για την μικρή ο πατέρας έστελνε το κάτι τις του, για περιουσιακά στοιχεία φυσικά ούτε λόγος.
Πάντως όλα μπήκαν σε μια σειρά.
Ο ξάδερφος βρήκε και πάλι λόγους να περηφανεύεται.
"Οι έξυπνοι άνθρωποι δεν χάνονται, κοίτα η Μαρία μου, δεν σήκωσε μύτη, με τόσες γνώσεις με τόσα προσόντα και όμως, αποφάσισε να δουλέψει σε μια δουλειά που είναι πιο κάτω από τα προσόντα και την αξία της".
Μη μου λέτε εμένα ότι δεν υπάρχουν δουλειές, όταν θέλεις όλα τα μπορείς.
Βρε δεν πάει να του έλεγες, δεν πάει να του εξηγούσες, στις έστω ελάχιστες φορές που βρισκόσουν μαζί του.....
Αυτός στις απόψεις του, αμετακίνητος.
Πια κρίση και ποιες δυσκολίες;
"Τεμπελαράδες είναι που την αράζουν στις καφετέριες".........
"Και δες και αυτούς που μέσα σε αυτήν την κρίση ζητάνε περισσότερα, έχουν απαιτήσεις να βάλουν την θηλιά στο λαιμό του εργοδότη, αντί να πουν ότι μέσα σε αυτήν την δύσκολη κατάσταση της Πατρίδας ας βάλουμε λίγο νερό στο κρασί μας μέχρι να περάσει.
Η Μαρία μου πως δέχθηκε την μείωση του μισθού της";...................
Στο τηλέφωνο ήταν το..... περίπτερο ,το κορίτσι της μάντρας ήθελα να πω.
Χρόνια πολλά για την Μαρία σου, της είπα.
Τι κάνει;
Μια χαρά είμαστε μου είπε, για έναν έναν που την ρώτησα.
Μια χαρά είμαστε, μια χαρά, πάρε και τον ξάδερφό σου.( Είναι και ηλίθια)
Σκασμένος ο ξάδερφος και για χαρές ούτε λόγος.
"Την Μαρία την απολύσανε, μετά από 6 χρόνια την απολύσανε χωρίς αποζημίωση.
Και το παιδί έχει υποχρεώσεις έχει πάρει και δάνειο, τώρα πως θα τα φέρει βόλτα;
Εμένα μου έκοψαν τρεις φορές την σύνταξη και άσε την φορολογία και τα χαράτσια, που τα σπίτια μας κοντεύουν να τα κάνουν δικά τους.
Για να πάρω τα δικά μου φάρμακα και της κυράς θέλω σχεδόν την μισή σύνταξη.
Τι θα κάνουμε άμα μας τύχει κάτι, μου λες;
Πώς θα τα φέρουμε βόλτα μου λες";
Εμ ξάδερφε, πώς θα τα φέρεις βόλτα;
Ξέρεις, την απάντηση αυτή θα σου την δώσουν οι 1.500.000 άνεργοι.
Εκείνοι οι τεμπελαράδες που μου έλεγες, εκείνοι που μη έχοντας κατανόηση διεκδικούσαν καλύτερους μισθούς, εκείνοι ντε, που απεργούσαν και έβαζαν την θηλιά στο λαιμό του εργοδότη όταν εσύ και η Μαρία σου βολευόσασταν με τις αυταπάτες και τα "διάφορά" σας.
Μα θα μου πεις, η δικιά σου η Μαρία δεν είναι σαν αυτούς, δεν ανήκει στην πλέμπα, δεν ανήκει στους τεμπελαράδες που την αράζουν στις καφετέριες, δεν ανήκει σε κείνους που δεν κατανοούν τις ανάγκες του εργοδότη και δεν βάζουν νερό στο κρασί τους, με αποτέλεσμα να κλείνουν τα εργοστάσια.
Η Μαρία έχει προσόντα!
Ε,μην στεναχωριέσαι ξάδερφε, η Μαρία πάντα θα είναι ξεχωριστή, θα είναι μια άνεργη της High Society.
Το παραπάνω κείμενο είναι γραμμένο εκεί, κατά τον δεκαπενταύγουστο, έτσι να έχω να θυμάμαι τα καμώματα των ξιπασμένων και δεν θα το ποστάριζα αν δεν είχε και την εξέλιξή του γιατί .........
Και όμως, η Μαρία και ο ξάδερφος, την Τετάρτη 26 του μήνα ήταν μαζί μας στην απεργία!
Βρε πώς τα φέρνει η ζωή και το "μπλα... μπλά" ......
Το κείμενο εγραψε φίλη στο blackbedlam.blogspot.de
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.